ῥυθμοειδῆ

ῥυθμοειδῆ
ῥυθμοειδής
rhythmical
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ῥυθμοειδής
rhythmical
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ῥυθμοειδής
rhythmical
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τραγoύδι — Όρος που, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει τη φωνητική έκφραση της μουσικής. Με το τ., σε αυτή του την έννοια, συνδέεται η ίδια η καταγωγή της μουσικής, αφού η ανθρώπινη φωνή μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο μουσικό όργανο. Μια ιστορία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”